ρόπτρο — το 1. μετάλλινο κατασκεύασμα στην εξώπορτα των σπιτιών, για να τη χτυπούν μ αυτό οι επισκέπτες. 2. ραβδί με το οποίο χτυπιέται το τύμπανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος … Википедия
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
μπατ(τ)αδούρος — ο ρόπτρο … Dictionary of Greek
ρόπαλο — το / ρόπαλον, ΝΜΑ ξύλινο χοντρό ραβδί, λεπτότερο στο ένα άκρο, στη λαβή, και πολύ παχύτερο και στρογγυλεμένο στο άλλο άκρο («το ρόπαλο τού Ηρακλέους») αρχ. 1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως επιθετικό όπλο, ως ραβδί για να ξυλοκοπούν τον… … Dictionary of Greek
σκανδάληθρο — το / σκανδάληθρον, ΝΑ επικαμπές τεμάχιο ξύλου στις παγίδες, όπου τοποθετείται το δόλωμα και το οποίο, καθώς τό ακουμπά το ζώο, αναπηδά κλείνοντας την παγίδα, το ρόπτρο αρχ. φρ. «σκανδάληθρ ἱστὰς ἐπῶν» μτφ. στήνοντας παγίδες λόγων, δηλαδή… … Dictionary of Greek
χαλκάς — ᾶ, ὁ, Α ο χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ᾶς, που απαντά συν. σε ον. τα οποία δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. κλειδ ᾶς)]. (I) ο, Ν 1. μεταλλικός κρίκος 2. δαχτυλίδι 3. ρόπτρο πόρτας 4. στον πληθ. οι χαλκάδες τα δεσμά («τού πέρασαν χαλκάδες») 5.… … Dictionary of Greek
χτυπητήρι — και κτυπητήρι, το, Ν 1. εργαλείο για την ανατάραξη αβγών και άλλων υλικών στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική 2. εργαλείο για το ξεσκόνισμα χαλιών, κλινοσκεπασμάτων, υφασμάτων 3. ρόπτρο θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ / κτυπώ + κατάλ. τήρι (πρβλ.… … Dictionary of Greek